-
1 βερεσέ
1. (τό) кредит;κόβω το βερεσέ — закрывать кредит;
2. επίρρ. в кредит;παίρνω (αγοράζω) κάτι βερεσέ — брать (покупать) что-л, в кредит;
βερεσέ δεν έχει — товар в кредит не отпускается;
§ αυτά τ' ακούω βερεσέ — не обращать внимания; — пропускать мимо ушей; — не принимать всерьёз
См. также в других словарях:
αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
πρίαμαι — Α (αποθ. ρ. εύχρ. μόνον ως αόρ. α ἐπριάμην τού ρ. ὠνοῡμαι, έομαι) 1. αγοράζω κάτι σε μια ορισμένη τιμή («καὶ πρίασθαι... τὴν καπίθην ἀλεύρων ἢ ἀλφίτων τεττάρων σίγλων», Ξεν.) 2. πληρώνω τα τέλη, τους φόρους πόλεως 3. (σχετικά με δούλο) μισθώνω… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αναρπάζω — (AM ἀναρπάζω) 1. σκύβω και αρπάζω κάτι από το έδαφος, αρπάζω προς τα επάνω 2. παίρνω κάτι με τη βία, το αρπάζω και το παίρνω μαζί μου 3. κυριεύω με έφοδο, λαφυραγωγώ αρχ. 1. σέρνω, τραβώ με τη βία 2. αρπάζω κάτι από τη μέση, κάνω απαγωγή, απάγω 3 … Dictionary of Greek
μετρητά — τα 1. περιουσία σε χρήμα: Πληρώνει πάντα με μετρητά. 2. φρ., «Το παίρνω τοις μετρητοίς», είμαι εύπιστος ή παίρνω κάτι στα πολύ σοβαρά· «Αγοράζω τοις μετρητοίς», με άμεση καταβολή του αντίτιμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπολώ — ( άω) (AM ἐμπολῶ, άω α και έω) μσν. δίνω, προσφέρω αρχ. 1. συσσωρεύω πλούτη, κερδίζω από το εμπόριο 2. αποφέρω κέρδη 3. κερδίζω κάτι, αποκτώ 4. εμπορεύομαι 5. αγοράζω («λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν», Ευριπ.) 6. επωφελούμαι από την ψυχική κατάσταση… … Dictionary of Greek
οινίζω — (I) οἰνίζω (Α [οίνος] 1. μοιάζω με κρασί, έχω γεύση, οσμή ή χρώμα κρασιού 2. μέσ. οἰνίζομαι α) παίρνω κρασί με ανταλλαγή, ανταλλάσσω κάτι με κρασί («οἰνίζοντο... Ἀχαιοὶ ἄλλοι μὲν χαλκῷ ἄλλοι δ αἴθωνι σιδήρῳ», Ομ. Ιλ.) β) αγοράζω κρασί («οἶνον… … Dictionary of Greek